- γομάριον
- γομάριονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γομάριον — γομάριον, το (AM) βλ. γομάρι … Dictionary of Greek
γομαρίου — γομάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γομάρια — γομάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γομάρι — το (AM γομάριον, Μ και γομάριν) φορτίο, φόρτωμα που σηκώνει ένα υποζύγιο μσν. νεοελλ. γάιδαρος νεοελλ. άνθρωπος χοντρός, νωθρός και ανόητος μσν. ζώο με το φορτίο του. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. τού αρχ. γόμος*] … Dictionary of Greek